μεταλλοειδή

μεταλλοειδή
Ονομασία που αποδίδεται στα χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται κατά μήκος της γραμμής που χωρίζει τα μέταλλα από τα αμέταλλα στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Στην κατηγορία των μ. ανήκουν τα βόριο, πυρίτιο, γερμάνιο, αρσενικό, αντιμόνιο, τελλούριο και πολώνιο, ενώ όσον αφορά τις ιδιότητες αυτών προσιδιάζουν με εκείνες των μετάλλων και των αμέταλλων. Ορισμένα από αυτά, όπως το πυρίτιο και το γερμάνιο είναι ημιαγωγοί, μπορούν, δηλαδή, να άγουν το ηλεκτρικό ρεύμα, κάτω από ειδικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ημιμέταλλα — Στοιχεία που παρουσιάζουν ενδιάμεσες ιδιότητες μεταξύ μετάλλων και αμέταλλων. Βλ. λ. μεταλλοειδή. * * * τα χημ. ομάδα στερεών χημικών στοιχείων με μεταλλική εμφάνιση και με ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοειδής — ές 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταλλοειδή χημ. άλλη ονομασία τών επαμφοτεριζόντων χημικών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Ιωαννίδη] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοειδικός — ή, ό [μεταλλοειδής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλοειδή …   Dictionary of Greek

  • υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • βρόμιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Br. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος (στην υποομάδα των αλογόνων), έχει ατομικό αριθμό 35 και δύο σταθερά ισότοπα. Στη φύση απαντάται με τη μορφή αλογονούχων ενώσεων, οι οποίες είναι πολύ διαδεδομένες …   Dictionary of Greek

  • λίθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Li. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των μετάλλων των αλκαλίων. Έχει ατομικό αριθμό 3, ατομική μάζα 6,941, δύο σταθερά ισότοπα (τα 6Li και 7Li) και δύο ραδιενεργά (τα 8Li… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”